Μοιρώ η Βυζάντια: Βίος, Μνημοσύνη, Ελεγεία


 

Δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα για τη Μοιρώ (ή Μυρώ) από το Βυζάντιο, κόρη του τραγωδού Όμηρου και γυναίκα του φιλολόγου Ανδρομάχου.[1] Ο Μελέαγρος (Παλ. ανθ. 4, 1) τοποθετεί τη Μοιρώ στο ίδιο επίπεδο με τη Σαπφώ. Υπήρξε ποιήτρια επικών, ελεγειακών και λυρικών ποιημάτων. Από την ποίησή της σώζονται αποσπάσματα ενός εξάμετρου ποιήματος με τον τίτλο Μνημοσύνη, στίχοι από ελεγείες, η μνεία ενός Ύμνου στον Ποσειδώνα καθώς και καταραστικής ποίησης με τον τίτλο Αραί (= κατάρες. Πβ. τα ποιήματα Αραί και Χιλιάδες του Ευφορίωνα).[2] Υπήρξε μητέρα του επίσης ποιητή Όμηρου από το Βυζάντιο, ο οποίος συμπεριλαμβάνεται στην Πλειάδα των Αλεξανδρινών ποιητών του Πτολεμαίου Φιλάδελφου. Κατά τη Σούδα ο Όμηρος αυτός άκμασε κατά την 124η ολυμπιάδα (284-1 π.Χ.), άρα η μητέρα του πρέπει να γεννήθηκε στο 2ο μισό του 4ου αιώνα και να ήταν σύγχρονη με την ποιήτρια Ανύτη. Πράγματι τα δύο επιγράμματά της μοιάζουν στο ύφος με αυτά της Ανύτης, ενώ η δήλωση του Τατιανού (Προς Έλληνας 33, 1-2) ότι ο γλύπτης Κηφισόδοτος (2ο μισό 4ου αιώνα) έφτιαξε αγάλματα και των δύο ποιητριών ταιριάζουν με μια χρονολογία της Μοιρώς στα τέλη του 4ου αιώνα.

1.Μνημοσύνη
Ως κύριο όνομα η Μνημοσύνη ήταν η προσωποποίηση της μνήμης, γυναίκα του Δία και μητέρα των εννέα Μουσών. Ίσως κάπου στο ποίημα γινόταν λόγος για την ένωση του Δία και της Μνημοσύνης και τη γέννηση των Μουσών.  Στο μοναδικό σωζόμενο απόσπασμα από τον Αθήναιο γίνεται λόγος για τις Πλειάδες, την Πούλια, το γνωστό σύνολο άστρων στο ζωδιακό αστερισμό του Ταύρου. Οι Πλειάδες στη μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων ήταν οι επτά θυγατέρες του Άτλαντα και της Ωκεανίδας Πλειόνης, αδερφές των Υάδων και του Ύαντος. Τα ονόματά τους ήταν: Αλκυόνη, Αστερόπη, Ηλέκτρα, Κελαινώ, Μαία, Μερόπη, Ταϋγέτη. Η πιο γνωστή παράδοση γι' αυτές αναφέρει ότι ο Ωρίων συνάντησε τις Πλειάδες στη Βοιωτία, τις ερωτεύτηκε και τις κυνήγησε για πέντε χρόνια. Τότε αυτές έγιναν περιστέρια για να γλιτώσουν (στα αρχαία πέλειαι ή πελειάδες). Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Δίας τις μεταμόρφωσε στο γνωστό αστερισμό. Το ετυμολογικό παιχνίδι με τις λέξεις Πλειάδες πελειάδες (=περιστέρια) ήταν εξαιρετικά σύνηθες στους αρχαίους ποιητές (π.χ. Πίνδαρος, Νεμ. 2. 16, Αισχ. απ. 312 Radt κ.α.).

(Aθήν. 11.490Ε:) Η αλλαγή του ονόματος, με την οποία οι Πλειάδες λέγονται Πέλειαι και Πελειάδες, υπάρχει σε πάρα πολλούς ποιητές. Πρώτη, όμως, η Μοιρώ η Βυζάντια κατανόησε καλά το πνεύμα των ποιημάτων του Ομήρου στο ποίημά της που επιγράφεται Μνημοσύνη, ισχυριζόμενη ότι την αμβροσία στο Δία την πηγαίνουν οι Πλειάδες .
            (491Β:) Ο Δίας στην Κρήτη μεγάλωνε μέχρι να γίνει μέγας, [3]
            χωρίς κανείς απ' τους μακάριους θεούς να τον γνωρίζει.
            Κι εκείνος αύξαινε σε όλα του τα μέλη.
            Μες στο θεϊκό το άντρο οι Φοβισμένες [4] τον ταΐζανε
            φέρνοντας αμβροσία απ' του Ωκεανού το ρεύμα,
            και με το ράμφος μέγας αετός ποτό στο Δία το σοφό νέκταρ κουβάλαγε
            από ένα βράχο αντλώντας το συνέχεια.
            Αυτόν ο Δίας που ο κεραυνός του μακριά ηχεί,
            σαν νίκησε τον Κρόνο, τον πατέρα του,
            τον έκανε αθάνατο, τον έβαλε να κατοικεί στον ουρανό.
            Ομοίως τις φοβισμένες Πελειάδες τίμησε
            που αγγελιαφόροι του καλοκαιριού και του χειμώνα είναι.[5]


2.Ελεγεία

α.[6]
            Τσαμπί, γεμάτο με του Διόνυσου χυμό,
            μες στον κοιτώνα[7] αναπαύεσαι της χρυσής Αφροδίτης.
            Κι ούτε πια η μητέρα σου άμπελος θα σ' αγκαλιάσει με κλήμα εράσμιο,
            μήτε θα βγάλει φύλλα που ευωδιάζουνε νέκταρ απ' το κεφάλι σου πάνω.

β.[8]
            Ανιγριάδες νύμφες,[9] κόρες του ποταμού, που τούτα τα βάθη
            έξοχες με ρόδινα πόδια πάντοτε βαδίζετε,
            χαίρετε και τον Κλεώνυμο σώζετε, που τούτα τα ωραία
            σε σας αφιέρωσε αγάλματα κάτω απ' τα πεύκα.
  

[Σταύρος Γκιργκένης]



[1] Βλ. Σούδα, λήμμα Μυρώ. Ο Ανδρόμαχος φαίνεται ότι υπήρξε συγγραφέας μιας πραγματείας με τον τίτλο Ετυμολογικά, η οποία αναφέρεται από τα Σχόλια στην Ιλιάδα (Ν 130) με αφορμή μια ερμηνεία της λέξης προθέλυμνα. Σε άλλες περιπτώσεις (βλ. Σούδα, λήμματα Όμηρος και Σωσίθεος) ο Όμηρος αναφέρεται ως γιος της Μοιρώς και όχι ως πατέρας της. Τίποτε, όμως, δεν αποκλείει παππούς και εγγονός να είχαν το ίδιο όνομα.
[2] Μια ιδέα για το περιεχόμενο αυτού του έργου της Μοιρώς μάς δίνει ο Παρθένιος (27, Περί Αλκινόης), στην τραγική ιστορία της Αλκινόης, την οποία, όπως σημειώνει ένα σχόλιο στο περιθώριο του χειρογράφου, ο Παρθένιος άντλησε από τη Μοιρώ. Φαίνεται ότι η Μοιρώ χρησιμοποίησε αυτήν την ιστορία, καθώς και άλλες που δε σώζονται, προκειμένου να καταραστεί κάποιον ή κάποιους να πάθουν παρόμοιες συμφορές μ' αυτές που υφίστανται τα πρόσωπα των ιστοριών.
[3] Έχουμε αναφορά στον περίφημο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο η Ρέα, σύζυγος του Κρόνου, για να προστατέψει το στερνοπαίδι της Δία από τον πατέρα του, ο οποίος κατάπινε τα παιδιά του, έδωσε στον Κρόνο να καταπιεί ένα λιθάρι, ενώ το Δία τον έκρυψε στο Ιδαίο άντρο στην Κρήτη, όπου μεγάλωσε κρυφά με τον τρόπο που περιγράφεται στο απόσπασμά μας.
[4] Εννοούνται οι Πελειάδες-Πλειάδες. Τα περιστέρια ήταν σύμβολο της φοβισμένης φυγής για τους αρχαίους. Εδώ υπάρχει ένα περίπλοκο ετυμολογικό παιχνίδι: τα φοβισμένα περιστέρια (πελειάδες) που ταΐζουν τον μικρό Δία στο άντρο είναι ταυτόχρονα οι φοβισμένες από τον Ωρίωνα Πλειάδες, που στο μύθο μεταμορφώνονται σε περιστέρια και στον γνωστό αστερισμό των Πλειάδων.
[5] Ο στίχος υπαινίσσεται όσα λέει για τις Πλειάδες ο Ησίοδος στα Έργα και ημέρες. Η επιτολή και η δύση των Πλειάδων σημάδευαν τις γεωργικές εργασίες του θερισμού και του οργώματος. Ανάλογη χρήση αυτών των άστρων γινόταν και από άλλους λαούς στην αρχαιότητα σ' όλο τον κόσμο. Το όνομά τους συσχετίστηκε κατά καιρούς με τη ρίζα του ρήματος πλέω (βλ. Ησίοδος, Έργα και ημέρες 383 κ.εξ. / 618 κ.εξ.), είτε με τις πελειάδες (=τα περιστέρια), είτε με τη λέξη πλειών (=σπόρος, πλήρες έτος). Για την εποχή του Ησιόδου και τη γεωγραφική του θέση η επιτολή των Πλειάδων συνέβαινε στις 11 ή 16 Μαΐου, ενώ η δύση τους στις 27 ή 31 Οκτωβρίου.
[6] Παλ. ανθ. 6, 119. Αφιέρωση ενός τσαμπιού σταφυλιών στην Αφροδίτη.
[7] Δηλ. στο ναό.
[8] Παλ. ανθ. 6, 189. Αφιέρωση ξοάνων από κάποιον Κλεώνυμο στις Ανιγριάδες νύμφες.
[9] Κόρες του ποταμού Ανίγρου της Ηλείας, ο οποίος πήγαζε από τα βουνά της Αρκαδίας. Στο ποτάμι αυτό είχε πλυθεί κάποιος κένταυρος πληγωμένος από τον Ηρακλή, με αποτέλεσμα τα νερά του ποταμού να αναδύουν μια περίεργη οσμή. Πλησίον του ποταμού (κοντά στην ακτή της Τριφυλίας) υπήρχε θαυματουργό σπήλαιο των νυμφών με πηγή για τη θεραπεία ασθενειών. Βλ. Παυσ. 5, 5, 11.